- ουροποιογεννητικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ουροποιητικά και στα γεννητικά όργανα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουροποιητικός + γεννητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Ευ. Καλλιοντζή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ουροποιογεννητικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ουροποιητικά και γεννητικά όργανα μαζί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ουρογεννητικός — και ουροποιογεννητικός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ουρητικό και στο γεννητικό σύστημα («ουρογεννητικά όργανα») 2. ουρογόνος («ουρογεννητική αύλακα») … Dictionary of Greek